μονοκέλλιον — μονοκέλλιον, τὸ (ΑΜ) μοναχικό κελλί, κελλί απομονωμένο από τα άλλα κελλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κελλί] … Dictionary of Greek
λαύρα — η (AM λαύρα, Α επικ. και ιων. τ. λαύρη) νεοελλ. μσν. 1. είδος ιδιόρρυθμου μοναστηριού, στο οποίο ο κάθε μοναχός ζει σε δικό του κελλί 2. το κελλί τού μοναχού, ιδίως τού αναχωρητή 3. συνεκδ. μεγάλο οικοδόμημα που περιλαμβάνει πολλά κελλιά μαζί 4.… … Dictionary of Greek
παραλαύριον — τὸ, Α στενό κελλί τών μοναχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + λαύρα «στενωπός, κελλί μοναχού»] … Dictionary of Greek
Christos Chomenidis — Born 1966 Athens, Greece Occupation novelist Nationality Greek Pe … Wikipedia
Polygyros (Gemeinde) — Δήμος Πολυγύρου (Πολύγυρος) … Deutsch Wikipedia
κάθισμα — το (AM κάθισμα) [καθίζω] το έπιπλο ή το μέρος πάνω στο οποίο κάθεται κάποιος, έδρα, θέση, καρέκλα, έδρανο («όλα τα καθίσματα ήταν γεμάτα») νεοελλ. 1. ο τρόπος που κάθεται κάποιος («προκλητικό κάθισμα») 2. καθίζηση εδάφους ή οικοδομήματος,… … Dictionary of Greek
κέλλα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 980 μ., 805 κάτ.) του νομού Φλωρίνης. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 28 χλμ. Α της πόλης της Φλώρινας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμυνταίου. * * * η (ΑΜ κέλλα) κλειστός χώρος, δωμάτιο νεοελλ. μσν. δωμάτιο… … Dictionary of Greek
καθισμάτιον — καθισμάτιον, τὸ (Α) 1. μικρό κελλί μοναχού 2. μικρό κάθισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάθισμα, τος + υποκορ. κατάλ. ιον, πρβλ. ασμάτ ιον, δωμάτ ιον] … Dictionary of Greek
κελί — το βλ. κελλί … Dictionary of Greek
κελίν — κελίν, τὸ (Μ) βλ. κελλί … Dictionary of Greek