κελλί

κελλί
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 110 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 20 χλμ. ΝΑ του Πολυγύρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυγύρου.
* * *
και κελί, το (ΑΜ κελλίον και κέλλιον, Μ και κελίον και κελί και κελίν)
ιδιαίτερο δωμάτιο, κάμαρα, θάλαμος («ἔχει δὲ ἡ αὐλὴ κέλλια ἕξ», πάπ.)
νεοελλ.
1. μικρό δωμάτιο φυλακής
2. καθεμιά από τις μικρές κοιλότητες τής κηρήθρας, όπου συνήθως οι μέλισσες αποθέτουν το μέλι ή αφήνει τα αβγά της η βασίλισσα για εκκόλαψη
νεοελλ.-μσν.
1. δωμάτιο μοναχού σε μοναστήρι
2. δωμάτιο ή σπίτι κληρικού
αρχ.
υπερώο, σοφίτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλλα + υποκορ. κατάλ. -ίον (πρβλ. νησ-ίον, τοπ-ίον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μονοκέλλιον — μονοκέλλιον, τὸ (ΑΜ) μοναχικό κελλί, κελλί απομονωμένο από τα άλλα κελλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κελλί] …   Dictionary of Greek

  • λαύρα — η (AM λαύρα, Α επικ. και ιων. τ. λαύρη) νεοελλ. μσν. 1. είδος ιδιόρρυθμου μοναστηριού, στο οποίο ο κάθε μοναχός ζει σε δικό του κελλί 2. το κελλί τού μοναχού, ιδίως τού αναχωρητή 3. συνεκδ. μεγάλο οικοδόμημα που περιλαμβάνει πολλά κελλιά μαζί 4.… …   Dictionary of Greek

  • παραλαύριον — τὸ, Α στενό κελλί τών μοναχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + λαύρα «στενωπός, κελλί μοναχού»] …   Dictionary of Greek

  • Christos Chomenidis — Born 1966 Athens, Greece Occupation novelist Nationality Greek Pe …   Wikipedia

  • Polygyros (Gemeinde) — Δήμος Πολυγύρου (Πολύγυρος) …   Deutsch Wikipedia

  • κάθισμα — το (AM κάθισμα) [καθίζω] το έπιπλο ή το μέρος πάνω στο οποίο κάθεται κάποιος, έδρα, θέση, καρέκλα, έδρανο («όλα τα καθίσματα ήταν γεμάτα») νεοελλ. 1. ο τρόπος που κάθεται κάποιος («προκλητικό κάθισμα») 2. καθίζηση εδάφους ή οικοδομήματος,… …   Dictionary of Greek

  • κέλλα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 980 μ., 805 κάτ.) του νομού Φλωρίνης. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 28 χλμ. Α της πόλης της Φλώρινας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμυνταίου. * * * η (ΑΜ κέλλα) κλειστός χώρος, δωμάτιο νεοελλ. μσν. δωμάτιο… …   Dictionary of Greek

  • καθισμάτιον — καθισμάτιον, τὸ (Α) 1. μικρό κελλί μοναχού 2. μικρό κάθισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάθισμα, τος + υποκορ. κατάλ. ιον, πρβλ. ασμάτ ιον, δωμάτ ιον] …   Dictionary of Greek

  • κελί — το βλ. κελλί …   Dictionary of Greek

  • κελίν — κελίν, τὸ (Μ) βλ. κελλί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”